βαυκαλισμός

βαυκαλισμός
ο
το να βαυκαλίζει, να αποκοιμίζει κανείς κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαυκαλισμός — ο ο εφησυχασμός με ψεύτικες ελπίδες και υποσχέσεις: Η σχέση μας χάλασε γιατί στηρίχτηκε στο βαυκαλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”